εισηγητής

εισηγητής
ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής)
αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
2. ο δικαστής, μέλος πολυμελούς δικαστηρίου, στον οποίο χρεώνεται δικογραφία να τή μελετήσει και να συντάξει εισήγηση
3. στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος που εκτελεί χρέη τακτικού ανακριτή
4. βαθμός τής υπαλληλικής ιεραρχίας μεταξύ γραμματέως α' τάξεως και τμηματάρχη β' τάξεως
αρχ.
1. πρωτεργάτης, πρωταίτιος
2. αυτός που πρώτος εισάγει ή καθιερώνει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰσηγητής — one who brings in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισηγητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που κάνει την εισήγηση, που προτείνει κάτι για συζήτηση: Ο εισηγητής του νέου εκλογικού νόμου. 2. ο εμπνευστής, ο υποκινητής, ο ηθικός αυτουργός: Εισηγητής εκπαιδευτικών καινοτομιών. 3. σε πολυμελή συμβούλια, αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσηγηταῖς — εἰσηγητής one who brings in masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγηταί — εἰσηγητής one who brings in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητοῦ — εἰσηγητής one who brings in masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητῇ — εἰσηγητής one who brings in masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητήν — εἰσηγητής one who brings in masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητῶν — εἰσηγητής one who brings in masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσηγηταί — εἰσηγητής one who brings in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσηγητής — εἰσηγητής one who brings in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”